βοαγός

βοαγός
Στην αρχαιότητα, ονομασία του αρχηγού των παιδικών ομάδων. Η νομοθεσία του Λυκούργου, στην αγωγή του πολίτη, υποχρέωνε τα παιδιά να κατατάσσονται από το έβδομο έτος της ηλικίας τους σε ομάδες που ονομάζονταν βούαι.Εκτός από τη στρατολογία έφηβου αρχηγού, σε κάθε ομάδα παιδιών οριζόταν και ένας υπαρχηγός της ομάδας, το πιο φρόνιμο και ανδρείο παιδί. Ο β. λεγόταν και βονάγορ.
* * *
βοαγός, ο (Α)
βλ. βουαγός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βοαγός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοαγοῦ — βοαγός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουαγός — και βουαγόρ και βοαγός, ο (Α) αρχηγός, εκπαιδευτής μιας βούας στην αρχαία Σπάρτη, αγελάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούα + άγω. Το α τού συνθέτου είναι μακρό. Ο επιγραφικός τ. βοαγός οφείλεται σε μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”